πανουργιππαρχίδης

πανουργιππαρχίδης
πᾰνουργ-ιππαρχίδης, ου, ,
A knave-Hipparchides, Ar.Ach.603.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανουργιππαρχίδης — ὁ, Α (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) ο πανούργος Ιππαρχίδης, ο κατεργαροϊππαρχίδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανούργος + Ἱππαρχίδης] …   Dictionary of Greek

  • πανουργιππαρχίδας — πανουργιππαρχίδᾱς , πανουργιππαρχίδης knave Hipparchides masc acc pl πανουργιππαρχίδᾱς , πανουργιππαρχίδης knave Hipparchides masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”